- ντεσιφράρισμα
- το(διαλ.) ανάγνωση δυσανάγνωστης και δυσνόητης γραφής, αποκρυπτογράφηση γραφής η οποία είναι δύσκολο να αναγνωστεί με την πρώτη ματιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dechiffrement «ανάγνωση συνθηματικών γραμμάτων, αποκρυπτογράφηση» < γαλλ. dechiffrer «αποκρυπτογραφώ»].
Dictionary of Greek. 2013.